πιθανολογεῖται

πιθανολογεῖται
πιθανολογέω
use probable arguments
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιθανολογείται — (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογώ — πιθανολόγησα 1. αμτβ., παρουσιάζω κάτι ή θεωρώ ως πιθανό, όχι βέβαιο. 2. το μέσ. απρόσ., πιθανολογείται λέγεται, θεωρείται πιθανό: Πιθανολογείται νέα αύξηση της τιμής των ειδών πολυτελείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμαζόνες — Μυθικός λαός πολεμοχαρών γυναικών που λάτρευαν τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον θεωρούσαν γεννήτορά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κατοικούσαν στον Πόντο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κανένας άντρας δεν ήταν δεκτός στην… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • Κουμάνοι — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 131 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κροκεών. II Τουρκικός λαός, ο οποίος από τον 10o …   Dictionary of Greek

  • Μαδιάμ — Βιβλική περιοχή. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ήταν μια περιοχή της Παλαιστίνης στην οποία κατέφυγε ο προφήτης Μωυσής, αφού σκότωσε έναν Αιγύπτιο. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Μαδιανίτη ιερέα Ιοθώρ. Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”